- έγκαρπος
- -ο (AM ἔγκαρπος, -ον)1. αυτός που περιέχει καρπό2. το ουδ. ως ουσ. το έγκαρπο (Α τὰ ἔγκαρπα)είδος διακοσμήσεως με καρπούς και φύλλα, γιρλάντανεοελλ.είδος τελειώματος σε ύφασμα, φεστόνιαρχ.1. προϊόν, καρπός2. μέρος ή το δέκατο τής παραγωγής τού τεμένους που αφιερώνεται στον Δία3. καρποφόρος, χρήσιμος.
Dictionary of Greek. 2013.